Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαξιμαλισμός οι μαξιμαλισμοί
      γενική του μαξιμαλισμού των μαξιμαλισμών
    αιτιατική τον μαξιμαλισμό τους μαξιμαλισμούς
     κλητική μαξιμαλισμέ μαξιμαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαξιμαλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική maximalisme[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαξιμαλισμός αρσενικό

  1. η επιδίωξη του μέγιστου, πολύ μεγάλων στόχων που δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν
  2. πολιτικό ρεύμα της ιταλικής αριστεράς τη δεκαετία του 1920


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία