Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική mendare < λατινική emendo < e + menda < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mend-

  Ρήμα επεξεργασία

μαντάρω

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία