Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μανάτος η μανάτη το μανάτο
      γενική του μανάτου της μανάτης του μανάτου
    αιτιατική τον μανάτο τη μανάτη το μανάτο
     κλητική μανάτε μανάτη μανάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μανάτοι οι μανάτες τα μανάτα
      γενική των μανάτων των μανάτων των μανάτων
    αιτιατική τους μανάτους τις μανάτες τα μανάτα
     κλητική μανάτοι μανάτες μανάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Μανάτος (2)

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. μανάτος (επίθετο) < μάνα + -άτος
  2. μανάτος (ουσιαστικό) < ισπανική manatí < ταΐνο manáti (μαστός)

  Επίθετο επεξεργασία

μανάτος, -η, -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανάτος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία