μανάτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μανάτος | η | μανάτη | το | μανάτο |
γενική | του | μανάτου | της | μανάτης | του | μανάτου |
αιτιατική | τον | μανάτο | τη | μανάτη | το | μανάτο |
κλητική | μανάτε | μανάτη | μανάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μανάτοι | οι | μανάτες | τα | μανάτα |
γενική | των | μανάτων | των | μανάτων | των | μανάτων |
αιτιατική | τους | μανάτους | τις | μανάτες | τα | μανάτα |
κλητική | μανάτοι | μανάτες | μανάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μανάτος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που είναι φτιαγμένος όπως κατασκευάστηκε εξ αρχής, στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις
Ουσιαστικό επεξεργασία
μανάτος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) μεγάλο υδρόβιο θηλαστικό ζώο της οικογένειας των τριχεχιδών, της τάξης των σειρηνοειδών
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μανάτος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίθετο
|