Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαμμόθρεφτος η μαμμόθρεφτη το μαμμόθρεφτο
      γενική του μαμμόθρεφτου της μαμμόθρεφτης του μαμμόθρεφτου
    αιτιατική τον μαμμόθρεφτο τη μαμμόθρεφτη το μαμμόθρεφτο
     κλητική μαμμόθρεφτε μαμμόθρεφτη μαμμόθρεφτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαμμόθρεφτοι οι μαμμόθρεφτες τα μαμμόθρεφτα
      γενική των μαμμόθρεφτων των μαμμόθρεφτων των μαμμόθρεφτων
    αιτιατική τους μαμμόθρεφτους τις μαμμόθρεφτες τα μαμμόθρεφτα
     κλητική μαμμόθρεφτοι μαμμόθρεφτες μαμμόθρεφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαμμόθρεφτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μαμμόθρεπτος[1] < μάμμη + θρέφω

  Επίθετο επεξεργασία

μαμμόθρεφτος, -η, -ο (και μαμόθρεφτος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία