μαμμόθρεφτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαμμόθρεφτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μαμμόθρεπτος[1] < μάμμη + θρέφω
Επίθετο επεξεργασία
μαμμόθρεφτος, -η, -ο (και μαμόθρεφτος)
- που έχει ανατραφεί με πολλές φροντίδες και περιποιήσεις, καλομαθημένος, παραχαϊδεμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαμμόθρεφτος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μαμμόθρεφτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας