Δείτε επίσης: Μαλάκας

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαλάκας οι μαλάκες
      γενική του μαλάκα των μαλάκων
    αιτιατική τον μαλάκα τους μαλάκες
     κλητική μαλάκα μαλάκες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

μαλάκας < μεσαιωνική ελληνική μαλάκα (θηλυκό (μαλάκυνση) + -ας < ελληνιστική κοινή μαλακός (παθητικός ομοφυλόφιλος) με (αναδρομικός σχηματισμός) από το μαλακία[1] < αρχαία ελληνική μαλακός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mlakos

  Προφορά

ΔΦΑ : /maˈla.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐λά‐κας
ομόηχο: Μαλάκας, Μαλάκκας

  Ουσιαστικό

μαλάκας αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που αυνανίζεται
     συνώνυμα: αυνανιζόμενος
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) ο αποβλακωμένος, ο αποχαυνωμένος
  3. (μεταφορικά, υβριστικό) ο ποταπός, ο απεχθής, το κωλόπαιδο
  4. ο βλάκας, ο ηλίθιος, ο χαζός, ο κουτός, το κορόιδο
  5. (προσφώνηση, οικείο, προφορικό) (φιλική) προσφώνηση
     συνώνυμα: φίλος

Εκφράσεις

  • είμαι περήφανος που είμαι μαλάκας: συνήθως απάντηση σε υβριστή, έχω αυτοπεποίθηση αδιαφορώντας για την αρνητική γνώμη των άλλων, αρέσκομαι να ενοχλώ
  • την μαλακία πολλοί αγάπησαν, τον μαλάκα ουδείς: ο ενοχλητικός/αδιάφορος/αγενής/υπερόπτης δεν έχει ενσυναίσθηση, ο ίδιος νοιώθει καλά με τις πράξεις του, μα ενοχλεί τους άλλους με την συμπεριφορά του
  • κόψε (λίγο) τη μαλακία: μην κάνεις βλακείες
  • η μαλακία πάει σύννεφο: γίνονται πολλά ή από πολλούς συμπεριφορικά λάθη
  • μπροστά στη μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι: την βρίσκω και μόνος μου, αυτοσυντονίζομαι καλύτερα μόνος μου παρά με παρτενέρ
  • όταν δεις μαλάκα, πες καθρέφτης: η φράση είσαι μαλάκας ειπωμένη με γρίφο
  • κοίτα (ρε) ένα μαλάκα/είσαι πολύ (μεγάλος) μαλάκας/πόσα κιλά μαλάκας είσαι/η πολύ μαλακία σε τύφλωσε/η μαλακία σε βάρεσε στον εγκέφαλο/η μαλακία σε βάρεσε κατακούτελα: επιφωνηματική φράση αγανάκτησης ή απόρριψης
  • (πιο αναλυτικά μια απ' τις παραπάνω εκφράσεις) πόσα κιλά μαλάκας είσαι;: έκανες μεγάλη βλακεία, είσαι πολύ λάθος, έχεις λάθος στάση
  • (καλά) ρε μαλάκα...: δίνοντας έμφαση στη φράση, συχνά επιπληκτικά
  • αν στερέψ' η μαλακία, ο μαλάκας παραμένει: ο χαρακτήρας δεν αλλάζει ακόμα και σε ευνοϊκές συνθήκες
  • αν η μαλακία ήταν άθλημα ο τάδε θα ήταν πρώτος: μειωτική-σκωπτική απόρριψη
  • είπαν βλάκα τον μαλάκα και του έπεσε η βράκα: για κάτι αρνητικό που ήταν ήδη γνωστό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Δείτε επίσης

  Μεταφράσεις

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μαλάκας θηλυκό

  Αναφορές