Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακροχρόνιος η μακροχρόνια το μακροχρόνιο
      γενική του μακροχρόνιου της μακροχρόνιας του μακροχρόνιου
    αιτιατική τον μακροχρόνιο τη μακροχρόνια το μακροχρόνιο
     κλητική μακροχρόνιε μακροχρόνια μακροχρόνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακροχρόνιοι οι μακροχρόνιες τα μακροχρόνια
      γενική των μακροχρόνιων των μακροχρόνιων των μακροχρόνιων
    αιτιατική τους μακροχρόνιους τις μακροχρόνιες τα μακροχρόνια
     κλητική μακροχρόνιοι μακροχρόνιες μακροχρόνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακροχρόνιος < αρχαία ελληνική

  Επίθετο επεξεργασία

μακροχρόνιος, -α, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία