Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακροθυμία οι μακροθυμίες
      γενική της μακροθυμίας των μακροθυμιών
    αιτιατική τη μακροθυμία τις μακροθυμίες
     κλητική μακροθυμία μακροθυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακροθυμία < αρχαία ελληνική μακροθυμία < μακρόθυμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μακροθυμία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του μακρόθυμου, η υπομονή και η ανεκτικότητα απέναντι σε σφάλματα και ελαττώματα των άλλων

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μακροθυμί αἱ μακροθυμίαι
      γενική τῆς μακροθυμίᾱς τῶν μακροθυμιῶν
      δοτική τῇ μακροθυμί ταῖς μακροθυμίαις
    αιτιατική τὴν μακροθυμίᾱν τὰς μακροθυμίᾱς
     κλητική ! μακροθυμί μακροθυμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μακροθυμί
γεν-δοτ τοῖν  μακροθυμίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μακροθυμία θηλυκό

  1. η υπομονή
    ὡς πολὺ κρείττων ἡ μακροθυμία τῆς ἀλογίστου σπουδῆς καὶ ταχυτῆτος (από μύθο του Αισώπου)
  2. η ανεκτικότητα, η μακροθυμία
    ἡ τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπία ἡμῖν ἐν τῇ μακροθυμίᾳ αὐτοῦ (Μ. Βασίλειος)