Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μακροβιότης αἱ μακροβιότητες
      γενική τῆς μακροβιότητος τῶν μακροβιοτήτων
      δοτική τῇ μακροβιότητ ταῖς μακροβιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν μακροβιότητ τὰς μακροβιότητᾰς
     κλητική ! μακροβιότης μακροβιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μακροβιότητε
γεν-δοτ τοῖν  μακροβιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακροβιότης < μακρόβιο(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μακροβιότης, -τητος θηλυκό

  1. μακροβιότητα, μακροζωία
    άλλες μορφές: μακροβιοτία
     συνώνυμα: μακροβίωσις, μακροημέρευσις

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μακρόβιος, μακρός και βίος

  Πηγές επεξεργασία