μαζικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
μαζικά < μαζικός
Επίρρημα επεξεργασία
μαζικά
- με μαζικό τρόπο, με μαζικότητα, σε μεγάλες ποσότητες
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαζικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μαζικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαζικό