Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγειρεύω < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάγειρος

  Ρήμα επεξεργασία

μαγειρεύω

  1. παρασκευάζω φαγητό συνδυάζοντας υλικά, συνήθως χρησιμοποιώντας κάποια πηγή θερμότητας
  2. (μεταφορικά) ετοιμάζω κάτι, συνήθως ύποπτο, κρυφά από άλλους
    τι μαγειρεύετε εσείς οι δυο εκεί στα κρυφά;
  3. (μεταφορικά) παραποιώ αποτελέσματα με τρόπο έντεχνο, ώστε να δείχνουν αυτό που θέλω ή να έρθουν πιο κοντά στο επιθυμητό αποτέλεσμα
    μου φαίνεται ότι εδώ ο ερευνητής έχει μαγειρέψει λίγο τα αποτελέσματα της έρευνάς του


Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία