Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγαρίζω < αρχαία ελληνική μεγαρίζω (το ρήμα άρχισε να έχει μειωτική σημασία μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού)

  Ρήμα επεξεργασία

μαγαρίζω

  1. (μεταβατικό) λερώνω, μολύνω
  2. (μεταβατικό) μολύνω, βεβηλώνω, μιαίνω
  3. (αμετάβατο) λερώνομαι
  4. (αμετάβατο) μολύνομαι, μιαίνομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία