Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαίνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαίνομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈme.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαί‐νο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

μαίνομαι, πρτ.: μαινόμουν, μτχ.π.ε.: μαινόμενος - μόνο στο ενεστωτικό θέμα (αποθετικό ρήμα, ελλειπτικό ρήμα)

  1. βρίσκομαι σε κατάσταση μανίας
    ※  Χαίρει, ἐπιβοᾷ ἐνθουσιῶν, ἀγάλλεται, μαίνεται διότι ἀπώλεσεν ἓν ἔτος τῆς ζωῆς του, διότι προσήγγισεν ἓν βῆμα εἰς τὸν τάφον, ὡσεὶ μὴ ἤρκει πρὸς τοῦτο ἡ θανατηφόρος εὐτυχῶς ἐπιστήμη τῶν ἐξ Εὐρώπης νεαρῶν Ἀσκληπιαδῶν καὶ τὰ δολοφονικά ἕλη καὶ αἱ ἀκαθαρσίαι τῆς πόλεως. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
  2. (για καιρικά φαινόμενα) εκδηλώνομαι με ιδιαίτερη σφοδρότητα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαίνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαίνομαι

ζητούμενο λήμμα


  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαίνομαι < *μαν-jο-μαι < θέμα μαν-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men- (σκέφτομαι) [1]

ζητούμενο λήμμα


  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία