μίνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μίνι < (λόγιο δάνειο) αγγλική mini-
Επίθετο επεξεργασία
μίνι άκλιτο
- μικρός σε διαστάσεις ή διάρκεια
- μίνι διακοπές
- (για ρούχο) κοντός, που τελειώνει πάνω από το γόνατο
- μίνι φούστα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μίνι < (άμεσο δάνειο) αγγλική mini, miniskirt
Ουσιαστικό επεξεργασία
μίνι ουδέτερο άκλιτο