Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μητηρ- μητερ- μητρ-
ονομαστική μήτηρ αἱ μητέρες
      γενική τῆς μητρός
ποιητικό:μητέρος
τῶν μητέρων
      δοτική τῇ μητρῐ́
στον Όμηρο,
και 
μητέρ
ταῖς μήτρᾰ́σῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μητέρ τὰς μητέρᾰς
     κλητική ! μῆτερ μητέρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μητέρε
γεν-δοτ τοῖν  μητέροιν
Το «μήτηρ», αν και οξύτονο, ακολουθεί
τον τονισμό στις πλάγιες πτώσεις όπως στην κλίση του «πατήρ».
3η κλίση, συγκοπτόμενα, Κατηγορία 'πατήρ' όπως «μήτηρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μήτηρ < πρωτοελληνική *mā́tēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂tēr (μητέρα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μήτηρ θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία