Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μήκος τα μήκη
      γενική του μήκους των μηκών
    αιτιατική το μήκος τα μήκη
     κλητική μήκος μήκη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μήκος < αρχαία ελληνική μῆκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μήκος ουδέτερο

  • μία από τις τρεις διαστάσεις (μαζί με το πλάτος και το ύψος), εκείνη που είναι μεγαλύτερη στο οριζόντιο επίπεδο.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία