Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μή < συγγενές του μά και του μέν

  Επίρρημα επεξεργασία

μή ( & μά)

  • μὴ κάμνε λίαν δαπάναις : μην ξοδεύεις πολλά

  Σύνδεσμος επεξεργασία

μή

  1. με άλλα μόρια, άλλα επιρρήματα και άλλους συνδέσμους αλλά και μόνο του συνδέει προτάσεις ως σύνδεσμος άλλοτε συμπλεκτικός και άλλοτε ενδοιαστικός (δισταγμός) ή παραχωρητικός, συχνά προσδίδοντας την έννοια της αποτροπής ή του φόβου (μη τυχόν, μήπως και)
    μὴ γάρ: ασφαλώς και όχι, βεβαίως και όχι
    μὴ δή, μὴ δῆτα: μήπως, όχι λοιπόν, μη λοιπόν
    μη-δέ, μηδέ: ούτε, μήτε, και δεν, αλλά δεν... (αποφατικός σύνδεσμος)
    μὴ ὅπως και μὴ ὅτι
    μὴ οὐ
    μὴ ἀλλά: όχι μόνον, αλλά... | όχι δά
    μή ποτε και μήποτε
    μή που και μήπου
    μή πω και μήπω
    μὴ πώποτε ποτέ μέχρι τώρα
    μή πως και μήπως: μήπως, μήπως κατά τύχη και..., μη με κάποιο τρόπο...
    μήτε-μήτε: ούτε
    μή τοι και μήτοι: πιο εμφατικό από το μη μόνο του, με κανένα τρόπο, επ' ουδενί λόγω

Σύνθετα επεξεργασία