μέσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μέσω < αρχαία ελληνική μέσῳ, δοτική του ουσιαστικού μέσον
Επίρρημα επεξεργασία
μέσω
- με ορισμένο τρόπο, με διαμεσολάβηση προσώπου ή οργάνου
- Η γνωριμία έγινε μέσω κοινών φίλων.
- Η διαδικτυακή επικοινωνία γίνεται μέσω εξυπηρετητή.
- περνώντας από κάπου
- Θα πάμε μέσω Λαμίας.