Δείτε επίσης: μαίνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μένω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μένω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

μένω , πρτ.: έμενα, στ.μέλλ.: θα μείνω, αόρ.: έμεινα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κατοικώ
    Τα τελευταία χρόνια μένω στην Αθήνα.
  2. εξακολουθώ να βρίσκομαι στην ίδια θέση, δε μετακινούμαι, παραμένω
    Πες του να μείνει' εκεί που βρίσκεται και να μας περιμένει.
  3. βρίσκομαι σε μία κατάσταση χωρίς αλλαγή επί ένα χρονικό διάστημα, παραμένω
    Μετά το διαζύγιό του έμεινε χωρίς σχέση για αρκετά χρόνια.
  4. βρίσκομαι ξαφνικά σε μία κατάσταση διαφορετική από πριν
    έχω μείνει άναυδος
  5. απομένω
    μετά τη μάχη ήταν ο μόνος που έμεινε ζωντανός
  6. (στο σχολείο) αποτυγχάνω σε ένα μάθημα ή δεν προάγομαι συνολικά
    Είπε ότι έμεινε στα μαθηματικά, αλλά είχε μείνει στην ίδια τάξη.
    έμεινε ανεξεταστέος σε τρία μαθήματα
  7. (για όχημα ή τον οδηγό του) παθαίνω βλάβη που με ακινητοποιεί
    έμεινα από μπαταρία

Εκφράσεις επεξεργασία

όπως ενδεικτικά

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, μένω


ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία