Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέντοι < μέν + τοι

  Σύνδεσμος επεξεργασία

μέντοι

  1. αντιθετικός σύνδεσμος, εντούτοις, όμως, για να είμαστε σίγουροι,
  2. στα σίγουρα, βεβαίως