Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μέλαν τὰ μέλαν
      γενική τοῦ μέλανος τῶν μελάνων
      δοτική τῷ μέλαν τοῖς μέλασῐ(ν)
    αιτιατική τὸ μέλαν τὰ μέλαν
     κλητική ! μέλαν μέλαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μέλανε
γεν-δοτ τοῖν  μελάνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μέλαν' όπως «μέλαν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

μέλαν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μέλας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μέλαν, -ᾰνος ουδέτερο

  1. το μελάνι
  2. το μαύρο χρώμα
  3. η κόρη του ματιού

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μέλαν: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μέλαν

  Πηγές επεξεργασία