Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μέγαρα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μέγαρο



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μέγαρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • λάκκοι στους οποίους έριχναν μικρά γουρουνάκια κατά τα Θεσμοφόρια

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  • μεγαρίζω (επισκέπτομαι τα μέγαρα κατά τα Θεσμοφόρια)

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μέγαρα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μέγαρον
  2. (ουδέτερο στον πληθυντικό, συχνά στον Όμηρο) παλάτι, μέγαρο

Δείτε επίσης επεξεργασία