Δείτε επίσης: Μάχη, Μάνη, μάρη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάχη οι μάχες
      γενική της μάχης των μαχών
    αιτιατική τη μάχη τις μάχες
     κλητική μάχη μάχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάχη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάχη[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈma.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μά‐χη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάχη θηλυκό

  1. σύγκρουση μεταξύ δύο στρατευμάτων σε συγκεκριμένο χώρο και χρονική στιγμή
    Η μάχη του Μαραθώνα έγινε το 490 π.Χ.
  2. σύνολο πολεμικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν σε συγκεκριμένο χώρο μέσα στο ιστορικό πλαίσιο ενός ευρύτερου πολέμου.
    Η μάχη της Κρήτης κατά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
  3. (κατ’ επέκταση) βίαιη σύγκρουση, ένοπλη ή μη, μεταξύ δύο αντιπάλων παρατάξεων, ομάδων κ.λπ.
    Πάλι μετατράπηκε το κέντρο της Αθήνας σε πεδίο μάχης.
  4. (μεταφορικά) ο αγώνας για την επίτευξη ενός στόχου
    η μάχη για τη ζωή, για το μεροκάματο, για μία θέση στα πανεπιστήμια

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • List of military disasters στην αγγλική Βικιπαίδεια  , Κατάλογος μαχών με μη αναμενόμενη ήττα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μάχη αἱ μάχαι
      γενική τῆς μάχης τῶν μαχῶν
      δοτική τῇ μάχ ταῖς μάχαις
    αιτιατική τὴν μάχην τὰς μάχᾱς
     κλητική ! μάχη μάχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μάχ
γεν-δοτ τοῖν  μάχαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάχη < μάχομαι[1][2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάχη, -ης θηλυκό, δωρικός τύπος : μάχα

  1. μάχη, σύγκρουση, συμπλοκή
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 248 (247-248)
    πάντας γὰρ ἔχε τρόμος, οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς | ἐξεφάνη, δηρὸν δὲ μάχης ἐπέπαυτ᾽ ἀλεγεινῆς.
    τρόμος τους πήρε απ᾽ την στιγμήν που εφάνηκε ο Πηλείδης, | που έλειπε απ᾽ τον πόλεμον τόσον καιρόν στα πλοία.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 639
    Τρῶες δὲ μάχης ἀκόρητοι ἔασιν.»
    αλλ᾽ είναι αχόρταγοι στον πόλεμον οι Τρώες».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 711 (711-712)
    ἐκλίνθη δὲ μάχη· πρὶν δ᾽ ἀλλήλοις ἐπέχοντες | ἐμμενέως ἐμάχοντο διὰ κρατερὰς ὑσμίνας.
    Η μάχη έκλινε. Πριν, όμως, ο ένας στον άλλο αντιστέκονταν | και μάχονταν σταθερά στην κρατερή τη μάχη.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 24.3
    οὐ γὰρ ἔτι οὐδ᾽ οἱ ἔσπλοι ἀσφαλεῖς ἦσαν τῆς ἐπαγωγῆς τῶν ἐπιτηδείων (οἱ γὰρ Συρακόσιοι ναυσὶν αὐτόθι ἐφορμοῦντες ἐκώλυον, καὶ διὰ μάχης ἤδη ἐγίγνοντο αἱ ἐσκομιδαί), ἔς τε τἆλλα κατάπληξιν παρέσχε καὶ ἀθυμίαν τῷ στρατεύματι.
    Δεν μπορούσαν τώρα πια να μπαίνουν οι προμήθειες στο λιμάνι με ασφάλεια (οι Συρακούσιοι, που φρουρούσαν επί τόπου με καράβια, τις εμπόδιζαν κι έπρεπε να γίνεται μάχη για κάθε ανεφοδιασμό) και γενικά το πράγμα είχε προκαλέσει κατάπληξη και αθυμία στον στρατό.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  2. (στον πληθυντικό) διενέξεις, συγκρούσεις, διαμάχες
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 1, 351d
    Στάσεις γάρ που, ὦ Θρασύμαχε, ἥ γε ἀδικία καὶ μίση καὶ μάχας ἐν ἀλλήλοις παρέχει, ἡ δὲ δικαιοσύνη ὁμόνοιαν καὶ φιλίαν· ἦ γάρ;
    Γιατί βέβαια, Θρασύμαχε, η αδικία γεννά μίση και διχόνοιες και πολέμους μεταξύ των, ενώ η δικαιοσύνη ομόνοια και αγάπη· δεν είναι έτσι;
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1234 (1234-1235)
    φθόνος, στάσεις, ἔρις, μάχαι | καὶ φόνοι·
    Φθόνος και στάσεις, μαλώματα και μάχες, | φόνοι,
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 185
    Θαυμάζω δ᾽ εἴ τινες τὰς μάχας καὶ τὰς νίκας τὰς παρὰ τὸ δίκαιον γιγνομένας μὴ νομίζουσιν αἰσχίους εἶναι καὶ πλειόνων ὀνειδῶν μεστὰς ἢ τὰς ἥττας τὰς ἄνευ κακίας συμβαινούσας,
    Εκπλήσσομαι που μερικοί δεν θεωρούν τις μάχες και τις νίκες που είναι αντίθετες προς το δίκαιο πιο αισχρές και πιο αξιοκατάκριτες από τις ήττες που δεν οφείλονται σε δειλία,
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 5, 1131a
    ἀλλ᾽ ἐντεῦθεν αἱ μάχαι καὶ τὰ ἐγκλήματα, ὅταν ἢ μὴ ἴσα ἴσοι ἢ μὴ ἴσοι ἴσα ἔχωσι καὶ νέμωνται. ἔτι ἐκ τοῦ κατ᾽ ἀξίαν τοῦτο δῆλον·
    από εδώ, ίσα ίσα, ξεκινούν όλες οι διαμάχες και όλα τα παράπονα: όταν άτομα που είναι ίσα μεταξύ τους δεν λαμβάνουν και δεν έχουν ίσα μερτικά, ή άτομα που δεν είναι ίσα μεταξύ τους λαμβάνουν και έχουν ίσα μερτικά. Το πράγμα γίνεται φανερό και από την αρχή της διανομής σύμφωνα με την αξία.
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  3. πεδίο μάχης
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 355 (355-356)
    εὗρεν ἔπειτα μάχης ἐπ᾽ ἀριστερὰ θοῦρον Ἄρηα | ἥμενον· ἠέρι δ᾽ ἔγχος ἐκέκλιτο καὶ ταχέ᾽ ἵππω·
    τον άγριον Άρη αριστερά της μάχης καθισμένον | ήβρε· και ομίχλη σκέπαζε την λόγχην και τους ίππους.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  4. τρόπος του να μάχεται κάποιος, μέθοδος πολεμικής σύγκρουσης, τέχνη του πολέμου
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 811
    οὔ τοί τι μάχης ἀδαήμονές εἰμεν,
    Δεν είμασθεν αμάθητοι πολέμου·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 823 (822-823)
    οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω Ἀντήνορος υἷε, | Ἀρχέλοχός τ᾽ Ἀκάμας τε μάχης εὖ εἰδότε πάσης.
    κι είχε κοντά συναρχηγούς του Αντήνορος δύο τέκνα, | Αρχέλοχον και Ακάμαντα στον πόλεμον τεχνίτες.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  5. συναγωνισμός σε αθλητικούς αγώνες για την κατάκτηση επάθλου
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 8. Ἀλκιμέδοντι Αἰγινήτῃ παιδὶ παλαιστῇ, 58 (8.56-8.59)
    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς | ἐρέω ταύταν χάριν, | τὰν δ᾽ ἔπειτ᾽ ἀνδρῶν μάχας | ἐκ παγκρατίου.
    Γιατί την ίδια θε να πω πως είχε | και στη Νεμέα επιτυχία, | κι αργότερα στους ανδρικούς | του παγκρατίου αγώνες.
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
     συνώνυμα: ἀγών

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. s.v.- μάχομαι σελ. 916 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία