μάτιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈma.tça.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐τια‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μάτιασμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ματιάζω
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ματιάζω και μάτι