Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάρτυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάρτυς. Συγκρίνετε με το μάρτυρας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmaɾ.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάρ‐τυς
ομόηχο: Μάρτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάρτυς αρσενικό ή θηλυκό (γενική: του μάρτυρος & κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μάρτυς)

  1. (λόγιο) ο μάρτυρας σε μια δίκη, ιδίως στην προσφώνηση:
    Κυρία μάρτυς! Πείτε μας τι γνωρίζετε για την υπόθεση!
  2. εκείνος που μπορεί να μαρτυρήσει την αλήθεια, που τη γνωρίζει, στην έκφραση μάρτυς μου ο Θεός
    Μάρτυς μου ο Θεός, δεν το έκλεψα εγώ!
  3. μάρτυρας της Εκκλησίας, οσιομάρτυς, ιερομάρτυρας → δείτε το ελληνιστικό μάρτυς

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ουσιαστικά μεταπλαστά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μαρτῠ- μαρτῠρ-
ονομαστική / μάρτῠς οἱ/αἱ μάρτῠρες
      γενική τοῦ/τῆς μάρτῠρος τῶν μαρτῠ́ρων
      δοτική τῷ/τῇ μάρτῠρ τοῖς/ταῖς μάρτῠσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν μάρτῠρ τοὺς/τὰς μάρτῠρᾰς
     κλητική ! μάρτῠς μάρτῠρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μάρτῠρε
γεν-δοτ τοῖν  μάρτῠ́ροιν
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «μάρτυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάρτυς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάρτῠς, -υρος αρσενικό ή θηλυκό

  1. εκείνος που είδε κάτι και μπορεί να μαρτυρήσει γι' αυτό, να το βεβαιώσει
    ※  τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς ( Σοφοκλής, Τραχίνιαι 1248)
  2. (ελληνιστική σημασία , χριστιανισμός) μάρτυρας για τη χριστιανική πίστη

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία