μάγγανον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μάγγανον | τὰ | μάγγανᾰ |
γενική | τοῦ | μαγγάνου | τῶν | μαγγάνων |
δοτική | τῷ | μαγγάνῳ | τοῖς | μαγγάνοις |
αιτιατική | τὸ | μάγγανον | τὰ | μάγγανᾰ |
κλητική ὦ! | μάγγανον | μάγγανᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαγγάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαγγάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
μάγγανον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μάγγανον, -ου ουδέτερο
- οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως μέσο μαγείας, τα μάγια
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μάγγανον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάγγανον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.