Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λυτρωτής οι λυτρωτές
      γενική του λυτρωτή των λυτρωτών
    αιτιατική τον λυτρωτή τους λυτρωτές
     κλητική λυτρωτή λυτρωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυτρωτής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυτρωτής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.tɾoˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐τρω‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λυτρωτής αρσενικό

  1. αυτός που λυτρώνει κάποιον, που τον σώζει, τον ελευθερώνει
  2. (ειδικότερα) (θρησκεία) (συνήθως με κεφαλαίο αρχικό γράμμα: Λυτρωτής) ο Ιησούς Χριστός

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λυτρωτής οἱ λυτρωταί
      γενική τοῦ λυτρωτοῦ τῶν λυτρωτῶν
      δοτική τῷ λυτρωτ τοῖς λυτρωταῖς
    αιτιατική τὸν λυτρωτήν τοὺς λυτρωτᾱ́ς
     κλητική ! λυτρωτᾰ́ λυτρωταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λυτρωτᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  λυτρωταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λυτρωτής αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία