λυσσασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lisaˈzmenos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυσ‐σα‐σμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
λυσσασμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που έχει λυσσάξει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λύσσα