Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λοφίο τα λοφία
      γενική του λοφίου των λοφίων
    αιτιατική το λοφίο τα λοφία
     κλητική λοφίο λοφία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λοφίο < λείπει η ετυμολογία
 
Καπέλο με λοφίο.
 
Πουλί με λοφίο στο κεφάλι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λοφίο ουδέτερο

  1. η διακόσμηση κράνους, κόμης ή ανατομικό στοιχείο κεφαλής που συμβολίζει ισχύ και υπεροχή
  2. το λειρί

  Μεταφράσεις επεξεργασία