Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λογοτέχνης οι λογοτέχνες
      γενική του
του/της
λογοτέχνη
λογοτέχνου
των λογοτεχνών
    αιτιατική τον/τη λογοτέχνη τους/τις λογοτέχνες
     κλητική λογοτέχνη
(λογοτέχνα)
λογοτέχνες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογοτέχνης < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική λογοτέχνης (ομιλητής με ρητορική δεινότητα) < λογο- + -τέχνης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lo.ɣoˈte.xnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐γο‐τέ‐χνης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λογοτέχνης αρσενικό ή θηλυκό ( & θηλυκό λογοτέχνιδα, λογοτέχνισσα, ή, λόγιο λογοτέχνις)

Συγγενικά επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογοτέχνης < λογο- + -τέχνης


ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία