Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογαριάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

λογαριάζω

  1. κάνω αριθμητικές πράξεις για να βρω το αποτέλεσμα
     συνώνυμα: υπολογίζω
  2. προσπαθώ να εκτιμήσω ένα ορισμένο μέγεθος
    μπορείς να λογαριάσεις πόσος χρόνος θα μας χρειαστεί για να ολοκληρώσουμε το σχέδιο;
     συνώνυμα: υπολογίζω
  3. παίρνω υπόψη μου κάτι ή κάποιον πριν ενεργήσω, δείχνω σεβασμό στις επιπτώσεις που ίσως έχει πάνω σε άλλους μια ενέργειά μου
    προκειμένου να κάνει το δικό του δεν λογαριάζει τίποτα και κανέναν
     συνώνυμα: υπολογίζω
  4. σχεδιάζω, σκέφτομαι να κάνω κάτι
    λογαριάζουμε να έρθουμε να σας δούμε το Πάσχα
     συνώνυμα: υπολογίζω
  5. (παθητική φωνή) έρχομαι σε σύγκρουση, αναμετριέμαι
    θα λογαριαστιούμε εμείς οι δυο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία