Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιθοσφαιρικός η λιθοσφαιρική το λιθοσφαιρικό
      γενική του λιθοσφαιρικού της λιθοσφαιρικής του λιθοσφαιρικού
    αιτιατική τον λιθοσφαιρικό τη λιθοσφαιρική το λιθοσφαιρικό
     κλητική λιθοσφαιρικέ λιθοσφαιρική λιθοσφαιρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιθοσφαιρικοί οι λιθοσφαιρικές τα λιθοσφαιρικά
      γενική των λιθοσφαιρικών των λιθοσφαιρικών των λιθοσφαιρικών
    αιτιατική τους λιθοσφαιρικούς τις λιθοσφαιρικές τα λιθοσφαιρικά
     κλητική λιθοσφαιρικοί λιθοσφαιρικές λιθοσφαιρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιθοσφαιρικός < λιθόσφαιρα

  Επίθετο επεξεργασία

λιθοσφαιρικός, -ή, -ό

λιθοσφαιρικές πλάκες

  Μεταφράσεις επεξεργασία