Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ληστεύω < αρχαία ελληνική ληστεύω

  Ρήμα επεξεργασία

ληστεύω

  • αφαιρώ από κάποιον παράνομα και με τη βία χρήματα ή άλλα αγαθά, συχνά με χρήση ή υπό την απειλή χρήσης όπλων

  Μεταφράσεις επεξεργασία