Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λευκό τα λευκά
      γενική του λευκού των λευκών
    αιτιατική το λευκό τα λευκά
     κλητική λευκό λευκά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λευκός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λευκό ουδέτερο

  1. το λευκό χρώμα
     συνώνυμα: άσπρο
  2. (πολιτική) το λευκό ψηφοδέλτιο αυτό με το οποίο ο ψηφοφόρος δεν δηλώνει προτίμηση για κανέναν υποψήφιο ή συνδυασμό
    αποφάσισε να ρίξει λευκό στις εκλογές
  3. (ιατρική, στον πληθυντικό) τα λευκά αιμοσφαίρια
    μετά από μια λοίμωξη είναι συνήθως αυξημένα τα λευκά

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λευκός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

λευκό