Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λερώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

λερώνω (μεταβατικό)

  1. βρομίζω, ρυπαίνω
  2. κηλιδώνω την τιμή κάποιου

(αμετάβατο)

  1. λερώνομαι

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία