λεπτομέρεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεπτομέρεια < (ελληνιστική κοινή) λεπτομέρεια < αρχαία ελληνική λεπτομερής < λεπτός + μέρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεπτομέρεια θηλυκό
- ένα μικρό μέρος ενός ευρύτερου όλου
- ο πίνακας έχει σχεδόν τελειώσει και ο ζωγράφος δουλεύει τώρα κάποιες λεπτομέρειες
- κάτι το δευτερεύον
- αυτά είναι λεπτομέρειες, αλλού είναι η ουσία