Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεπτομέρεια οι λεπτομέρειες
      γενική της λεπτομέρειας των λεπτομερειών
    αιτιατική τη λεπτομέρεια τις λεπτομέρειες
     κλητική λεπτομέρεια λεπτομέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεπτομέρεια < (ελληνιστική κοινήλεπτομέρεια < αρχαία ελληνική λεπτομερής < λεπτός + μέρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεπτομέρεια θηλυκό

  1. ένα μικρό μέρος ενός ευρύτερου όλου
    ο πίνακας έχει σχεδόν τελειώσει και ο ζωγράφος δουλεύει τώρα κάποιες λεπτομέρειες
  2. κάτι το δευτερεύον
    αυτά είναι λεπτομέρειες, αλλού είναι η ουσία

  Μεταφράσεις επεξεργασία