Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεξιπλασία οι λεξιπλασίες
      γενική της λεξιπλασίας των λεξιπλασιών
    αιτιατική τη λεξιπλασία τις λεξιπλασίες
     κλητική λεξιπλασία λεξιπλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεξιπλασία < λεξι- + -πλασία (νεολογισμός) του τέλους του 20 αιώνα λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /le.ksi.plaˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐ξι‐πλα‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεξιπλασία θηλυκό

  1. η δημιουργία νέων λέξεων
  2. (γλωσσολογία) γλωσσικός τύπος που εφευρίσκεται από τον ομιλητή ή γράφοντα συνειδητά ή τυχαία σε μία μόνον συγκυρία είτε επειδή δεν θυμάται τον κανονικό τύπο, είτε επειδή ελλείπει ο ζητούμενος τύπος [1]
    η κόρη της φίλης μου κάθισε στο πιάνο και μου ζήτησε να βάλω στο αναλόγιο ένα 'διαβάσιμο' (το 'διαβάσιμο' ήταν λεξιπλασία του παιδιού, καθώς αγνοούσε τη λέξη παρτιτούρα)
    τα παιδικά λαχνίσματα είναι γεμάτα λεξιπλασίες όπως «άκατα μάκατα σούκουτε μπε»
  3. (λογοτεχνία) δημιουργία νέας λέξης, με ή χωρίς σημασία
    → δείτε την  Κατηγορία:Λέξεις χωρίς νόημα (νέα ελληνικά)
    → δείτε και τη λέξη λετρισμός

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

όροι:

  • λέξη λεξιπλασίας : όταν πρόκειται για λέξη
  • σχηματισμός λεξιπλασίας : για μονάδα μεγαλύτερη της λέξης (έκφραση ή φράση)

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • λεξιπλασίες που υιοθετούναι και χρησιμοποιούνται, μετατρέπονται σε νεολογισμούς[1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Κρύσταλ, Ντέιβιντ (Crystal, David). Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μετάφραση: Γιώργος Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης, 2008 (1η έκδοση:2003). Βασισμένο στην 4η έκδοση (επαυξημένη) του A dictionary of linguistics and phonetics. Blackwell Publishers, 1997. (1η έκδοση: Andre Deutsch, 1980)