λείψανο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λείψανο | τα | λείψανα |
γενική | του | λείψανου & λειψάνου |
των | λείψανων & λειψάνων |
αιτιατική | το | λείψανο | τα | λείψανα |
κλητική | λείψανο | λείψανα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λείψανο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λείψανον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈli.psa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λεί‐ψα‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
λείψανο ουδέτερο
- το απομεινάρι, ό,τι απέμεινε από ένα παλιό κτήριο, αντικείμενο κλπ ή (μεταφορικά) από έναν αρχαίο πολιτισμό
- το νεκρό σώμα, ιδίως ενός αγίου
- ↪ το λείψανο του Αγίου τέθηκε για προσκύνημα από τους πιστούς