Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαχανόκηπος < λάχανο + κήπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαχανόκηπος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία