λαζαρέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λαζαρέτο | τα | λαζαρέτα |
γενική | του | λαζαρέτου | των | λαζαρέτων |
αιτιατική | το | λαζαρέτο | τα | λαζαρέτα |
κλητική | λαζαρέτο | λαζαρέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαζαρέτο < (άμεσο δάνειο) βενετική lazareto[1] < μεσαιωνικά λατινικά Lazarus (ο άγιος Λάζαρος θεωρούνταν προστάτης των λεπρών) < ελληνιστική κοινή Λάζαρος < εβραϊκή אלעזר (ο θεός βοηθός) < אל (θεός) + עזר (βοηθός)
- Το ιταλικό λεξικό Treccani[2] ετυμολογεί τη λέξη από το βενετικό νησί Santa Maria di Nazareth (λατινικά Nazarethum), με το αρχικό l- να προέρχεται από τη λέξη lazzaro (λεπρός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαζαρέτο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαζαρέτο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λαζαρέτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ lazzaretto - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).