Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαίμαργος η λαίμαργη το λαίμαργο
      γενική του λαίμαργου της λαίμαργης του λαίμαργου
    αιτιατική τον λαίμαργο τη λαίμαργη το λαίμαργο
     κλητική λαίμαργε λαίμαργη λαίμαργο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαίμαργοι οι λαίμαργες τα λαίμαργα
      γενική των λαίμαργων των λαίμαργων των λαίμαργων
    αιτιατική τους λαίμαργους τις λαίμαργες τα λαίμαργα
     κλητική λαίμαργοι λαίμαργες λαίμαργα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαίμαργος < αρχαία ελληνική λαίμαργος < λαιμός + μάργος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈle.maɾ.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαί‐μα‐ργος

  Επίθετο επεξεργασία

λαίμαργος, -η, -ο

  1. που δε χορταίνει να τρώει, που έχει ακόρεστη όρεξη για φαγητό
     συνώνυμα: αχόρταγος, λιγούρης, λιμάρης, λιμάρικος, λιμασμένος, πειναλέος
  2. που τρώει με μεγάλη ταχύτητα και βουλιμία
  3. (μεταφορικά) που έχει απληστία και δεν ικανοποιείται εύκολα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαίμαργος < λαιμός + μάργος

  Επίθετο επεξεργασία

λαίμαργος

  1. λαίμαργος

Συγγενικά επεξεργασία