λαίμαργος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαίμαργος < αρχαία ελληνική λαίμαργος < λαιμός + μάργος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈle.maɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λαί‐μα‐ργος
Επίθετο επεξεργασία
λαίμαργος, -η, -ο
- που δε χορταίνει να τρώει, που έχει ακόρεστη όρεξη για φαγητό
- που τρώει με μεγάλη ταχύτητα και βουλιμία
- (μεταφορικά) που έχει απληστία και δεν ικανοποιείται εύκολα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαίμαργος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
λαίμαργος