Δείτε επίσης: λύρα, Λύρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λίρα οι λίρες
      γενική της λίρας των λιρών
    αιτιατική τη λίρα τις λίρες
     κλητική λίρα λίρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λίρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lira < λατινική libra
 
Χρυσή λίρα (1959).
 
Τουρκικό χαρτονόμισμα των 100 λιρών (1979).

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈli.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λί‐ρα
ομόηχο: λύρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λίρα θηλυκό

  1. (νόμισμα) χρυσό νόμισμα διαφόρων χωρών
  2. (νόμισμα) νόμισμα (χαρτονόμισμα ή κέρμα) διαφόρων χωρών
    αγγλική λίρα, τουρκική λίρα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία