λήκυθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λήκυθος | οι | λήκυθοι |
γενική | της | ληκύθου | των | ληκύθων |
αιτιατική | τη | λήκυθο | τις | ληκύθους |
κλητική | λήκυθε | λήκυθοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λήκυθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λήκυθος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λήκυθος θηλυκό
- (αρχαιολογία, κεραμική) δοχείο αρωματικού λαδιού, μυροδοχείο σε σχήμα φιάλης, με μια λαβή και με βαθύ στόμιο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- λήκυθος στη Βικιπαίδεια