λέπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λέπι | τα | λέπια |
γενική | του | λεπιού | των | λεπιών |
αιτιατική | το | λέπι | τα | λέπια |
κλητική | λέπι | λέπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λέπι < αρχαία ελληνική λέπιον, υποκοριστικό του λέπος < λέπω
Ουσιαστικό επεξεργασία
λέπι ουδέτερο
- (ιχθυολογία, ερπετολογία) το καθένα από τα πολλά μικρά, επίπεδα και σκληρά κομμάτια κερατίνης που καλύπτουν το δέρμα των ψαριών, των ερπετών
- (ιατρική) το καθένα από τα μικρά κομμάτια της επιδερμίδας που αποβάλλονται σε κάποιες δερματόπαθειες