Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λᾰχᾰνο-
ονομαστική τὸ λάχανον τὰ λάχαν
      γενική τοῦ λαχάνου τῶν λαχάνων
      δοτική τῷ λαχάν τοῖς λαχάνοις
    αιτιατική τὸ λάχανον τὰ λάχαν
     κλητική ! λάχανον λάχαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαχάνω
γεν-δοτ τοῖν  λαχάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάχανον < θέμα λαχ- όπως στο λαχαίνω (σκάβω) + -ανον. Πιθανή σύνδεση με την μέσηmga ή παλαιά ιρλανδικήsga)láigen (λόγχη) [1]
Διαφορετικό το λαγχάνω.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάχανον, -ου ουδέτερο

  1. κάθε λαχανικό που καλλιεργείται
  2. (συνεκδοχικά) λαχαναγορά

Συγγενικά επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λάχανο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία