Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάτρισσα οι λάτρισσες
      γενική της λάτρισσας των λατρισσών
    αιτιατική τη λάτρισσα τις λάτρισσες
     κλητική λάτρισσα λάτρισσες
δύσχρηστη γενική πληθυντικού
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάτρισσα < λάτρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάτρισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη λάτρης

  Μεταφράσεις επεξεργασία