Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λάγνος η λάγνη
λάγνα
το λάγνο
      γενική του λάγνου της λάγνης
λάγνας
του λάγνου
    αιτιατική τον λάγνο τη λάγνη
λάγνα
το λάγνο
     κλητική λάγνε λάγνη
λάγνα
λάγνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λάγνοι οι λάγνες τα λάγνα
      γενική των λάγνων των λάγνων των λάγνων
    αιτιατική τους λάγνους τις λάγνες τα λάγνα
     κλητική λάγνοι λάγνες λάγνα
Κατηγορία όπως «λάγνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάγνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λάγνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈla.ɣnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λά‐γνος

  Επίθετο επεξεργασία

λάγνος, -η/-α, -ο

  1. (για πρόσωπο) που καταλαμβάνεται από ή ρέπει προς τη λαγνεία
     συνώνυμα: φιλήδονος
  2. που δείχνει λαγνεία, ερωτικός, ερωτιάρικος, ηδυπαθής
    λάγνο βλέμμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λάγνος λάγνη τὸ λάγνον
      γενική τοῦ λάγνου τῆς λάγνης τοῦ λάγνου
      δοτική τῷ λάγν τῇ λάγν τῷ λάγν
    αιτιατική τὸν λάγνον τὴν λάγνην τὸ λάγνον
     κλητική ! λάγνε λάγνη λάγνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λάγνοι αἱ λάγναι τὰ λάγν
      γενική τῶν λάγνων τῶν λάγνων τῶν λάγνων
      δοτική τοῖς λάγνοις ταῖς λάγναις τοῖς λάγνοις
    αιτιατική τοὺς λάγνους τὰς λάγνᾱς τὰ λάγν
     κλητική ! λάγνοι λάγναι λάγν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λάγνω τὼ λάγν τὼ λάγνω
      γεν-δοτ τοῖν λάγνοιν τοῖν λάγναιν τοῖν λάγνοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «στρογγύλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία