λάβα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λάβα | οι | λάβες |
γενική | της | λάβας | — | |
αιτιατική | τη | λάβα | τις | λάβες |
κλητική | λάβα | λάβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λάβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lava
Ουσιαστικό επεξεργασία
λάβα θηλυκό
- (γεωλογία) το διάπυρο υλικό που εξέρχεται από κρατήρα ηφαιστείου