Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάβα οι λάβες
      γενική της λάβας
    αιτιατική τη λάβα τις λάβες
     κλητική λάβα λάβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lava
 
Λάβα από ηφαίστεια της Χαβάης.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάβα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία