κύπριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κύπριος | η | κύπρια | το | κύπριο |
γενική | του | κύπριου | της | κύπριας | του | κύπριου |
αιτιατική | τον | κύπριο | την | κύπρια | το | κύπριο |
κλητική | κύπριε | κύπρια | κύπριο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κύπριοι | οι | κύπριες | τα | κύπρια |
γενική | των | κύπριων | των | κύπριων | των | κύπριων |
αιτιατική | τους | κύπριους | τις | κύπριες | τα | κύπρια |
κλητική | κύπριοι | κύπριες | κύπρια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κύπριος < Κύπριος
Επίθετο επεξεργασία
κύπριος, -α, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κύπριος, -ία, -ιον
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη Κύπρος
Πηγές επεξεργασία
- κύπριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.