Δείτε επίσης: Κύπριος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κύπριος η κύπρια το κύπριο
      γενική του κύπριου της κύπριας του κύπριου
    αιτιατική τον κύπριο την κύπρια το κύπριο
     κλητική κύπριε κύπρια κύπριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κύπριοι οι κύπριες τα κύπρια
      γενική των κύπριων των κύπριων των κύπριων
    αιτιατική τους κύπριους τις κύπριες τα κύπρια
     κλητική κύπριοι κύπριες κύπρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κύπριος < Κύπριος

  Επίθετο επεξεργασία

κύπριος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κύπριος κυπρί τὸ κύπριον
      γενική τοῦ κυπρίου τῆς κυπρίᾱς τοῦ κυπρίου
      δοτική τῷ κυπρί τῇ κυπρί τῷ κυπρί
    αιτιατική τὸν κύπριον τὴν κυπρίᾱν τὸ κύπριον
     κλητική ! κύπριε κυπρί κύπριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κύπριοι αἱ κύπριαι τὰ κύπρι
      γενική τῶν κυπρίων τῶν κυπρίων τῶν κυπρίων
      δοτική τοῖς κυπρίοις ταῖς κυπρίαις τοῖς κυπρίοις
    αιτιατική τοὺς κυπρίους τὰς κυπρίᾱς τὰ κύπρι
     κλητική ! κύπριοι κύπριαι κύπρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κυπρίω τὼ κυπρί τὼ κυπρίω
      γεν-δοτ τοῖν κυπρίοιν τοῖν κυπρίαιν τοῖν κυπρίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κύπριος < Κύπρ(ος) + -ιος. Δείτε Κύπριος

  Επίθετο επεξεργασία

κύπριος, -ία, -ιον

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Κύπρος

  Πηγές επεξεργασία