Δείτε επίσης: κάππα, κάπα, Ϙ, ϙ, Ϟ, ϟ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόππα < αρχαία ελληνική κόππα, σημιτικής προέλευσης. Δείτε και το φοινικικό qoph, και το λατινικό Q.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόππα ουδέτερο άκλιτο

  • το πρώιμο αρχαίο γράμμα κόππα (σύμβολο Ϙ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.pa/

Δείτε επίσης επεξεργασία

Σύμβολα- χαρακτήρες (δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα σε μεγάλο - μικρό)

  • Ϙ και ϙ
  • Ϟ και ϟ (μεταγενέστερο κόππα)

ως αριθμητικά σύμβολα

Επίσης δείτε

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόππα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόππα ουδέτερο

  • όνομα γράμματος των πρώιμων αρχαίων ελληνικών αλφαβήτων (σύμβολο Ϙ) που ισοδυναμούσε ηχητικά με το κ, πάντοτε πριν από τα φωνήεντα < ο > και < υ >. Στην αλφαβητική σειρά βρίσκεται μεταξύ του π και του ρ. Σώζεται μόνον σε επιγραφές.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Σύμβολα- χαρακτήρες (δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα σε μεγάλο - μικρό)

  • Ϙ και ϙ
  • Ϟ και ϟ (μεταγενέστερο κόππα)

ως αριθμητικά σύμβολα

Επίσης δείτε:

  Πηγές επεξεργασία