κόππα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόππα < αρχαία ελληνική κόππα, σημιτικής προέλευσης. Δείτε και το φοινικικό qoph, και το λατινικό Q.
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόππα ουδέτερο άκλιτο
Προφορά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Σύμβολα- χαρακτήρες (δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα σε μεγάλο - μικρό)
ως αριθμητικά σύμβολα
- κόππα στη Βικιπαίδεια
Επίσης δείτε
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόππα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόππα ουδέτερο
- όνομα γράμματος των πρώιμων αρχαίων ελληνικών αλφαβήτων (σύμβολο Ϙ) που ισοδυναμούσε ηχητικά με το κ, πάντοτε πριν από τα φωνήεντα < ο > και < υ >. Στην αλφαβητική σειρά βρίσκεται μεταξύ του π και του ρ. Σώζεται μόνον σε επιγραφές.
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ϙόππα (αρχική γραφή)
Εκφράσεις επεξεργασία
- οὐδὲ κόππα γιγνώσκων (για ανίδεο άνθρωπο: που δεν ξέρει ούτε το κόππα)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Σύμβολα- χαρακτήρες (δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα σε μεγάλο - μικρό)
ως αριθμητικά σύμβολα
- δείτε κόππα
Επίσης δείτε:
Πηγές επεξεργασία
- κόππα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόππα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.