Δείτε επίσης: Κόμμα, κώμα, κῶμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόμμα τα κόμματα
      γενική του κόμματος των κομμάτων
    αιτιατική το κόμμα τα κόμματα
     κλητική κόμμα κόμματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόμμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κόμμα (κομμένο κομμάτι) < αρχαία ελληνική κόμμα (σφραγίδα σε νόμισμα)[1] < κόπτω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική parti

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόμ‐μα
ομόηχο: κώμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόμμα ουδέτερο

  1. σημείο στίξης το οποίο χωρίζει προτάσεις, όρους προτάσεων, φράσεις κτλ.
    σύμβολο: ,
  2. (πολιτική) συγκροτημένος πολιτικός οργανισμός που, προβάλλοντας την ιδεολογία και τις θέσεις του, διεκδικεί συμμετοχή στους πολιτικούς θεσμούς ενός κράτους, ή ενός διακρατικού συστήματος (όπως λ.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση), όπου λειτουργούν ιδεολογικά συγγενή εθνικά κόμματα
  3. (μαθηματικά) η υποδιαστολή

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κάνω κόμμα (με κάποιον): συνεργάζομαι (με κάποιον), συνήθως εναντίον κάποιου άλλου
    έκαναν κι οι δυό τους κόμμα εναντίον μου

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόμμα < από το ρήμα κόπτω, θέμα κοπ- + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόμμα ουδέτερο

  1. το κομμάτι που αποχωρίζεται από ένα σύνολο
  2. σφραγίδα ή αποτύπωμα νομίσματος
  3. νόμισμα
  4. το άχυρο που απομένει όταν αλωνιστεί το σιτάρι
  5. μωλώπισμα
  6. (ελληνιστική κοινή) (γραμματική) μικρό μέρος περιόδου του προφορικού ή γραπτού λόγου, κώλο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία